- κυστόφιλος
- κυστόφῐλος, ὁ,A end of catheter, which carried the folliculus, Cael. Aur.TP2.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυστόφιλος — κυστόφιλος, ὁ (Α) το άκρο τού καθετήρα το οποίο εισέρχεται στην ουροδόχο κύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύστη (Ι) + φίλος (πρβλ. ζωό φιλος θεό φιλος)] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek